- αθωωτικός
- -ή, -όαυτός που αναγνωρίζει την αθωότητα κάποιου: Η απόφαση του δικαστηρίου ήταν αθωωτική.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αθωωτικός — ή, ό [αθωωτής] αυτός που αθωώνει κάποιον, που τόν απαλλάσσει από την κατηγορία (π. χ. «αθωωτικό ή απαλλακτικό βούλευμα») … Dictionary of Greek
αθωωτής — ο (θηλ. ώτρια) αυτός που αθωώνει κάποιον με τη μαρτυρία του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αθωώνω. ΠΑΡ. αθωωτικός] … Dictionary of Greek
απολυτικός — ή, ό (ΑΜ ἀπολυτικός), ή, όν) [απόλυσις] μσν. νεοελλ. ο σχετικός με την απόλυση ή την απαλλαγή αρχ. μσν. 1. φρ. «ἀπολυτική ἐπιστολή» επιστολή που χορηγείται σε κληρικό ως άδεια για να μετατεθεί σε άλλη επισκοπή 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀπολυτικόν… … Dictionary of Greek
απαλλακτικός — απαλλακτικός, ή, ό και απαλλαχτικός, ή, ό αθωωτικός: Η απόφαση του δικαστηρίου ήταν απαλλακτική για τον κατηγορούμενο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)